"Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει" (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α' )

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Η ετυμολογία των ονομάτων των θεών του Ολύμπου



Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόλογο και γλωσσολόγο George Curtius (1820-1885), η λέξη Όλυμπος προέρχεται από τη ρίζα -λαμπ- και ερμηνεύεται σαν ο ολολαμπής, ο ολόλαμπρος ή ο ολόλευκος. Έτσι, οι Ολύμπιοι θεοί είναι οιΛαμπεροί ή Λάμποντες θεοί.

Δίας ή Ζευς: Το όνομα του Δία [ή με μια μικρή παραλλαγή του πρώτου γράμματος (Δίας - Βίας)], είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν ονόματα δύναμης, δηλαδή παραπέμπει στη δύναμη (βία) και την εξουσία του μεγάλου θεού.

Μερικοί ετυμολογούν το όνομά του σε σχέση με τη ζωή (~Ζευς), δηλαδή«ζωοδότης», λόγω του ότι είναι ο γεννήτορας των θεών και των ανθρώπων ή από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ζεύγνυμι» (= βάζω κάτω από το ζυγό, υποτάσσω, συνδέω, ενώνω), επειδή ο Δίας, μετά την κατατρόπωση του πατέρα του, του Κρόνου, ανέλαβε να ενώσει ξανά τον κόσμο και να τον υποτάξει στη δική του κοσμική εξουσία.

Ήρα: Μερικοί θεωρούν πως το όνομα της Ήρας προέρχεται από αναγραμματισμό της λέξης «ἀήρ» = αέρας, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη «έρα» που σημαίνει γη, με αναγραμματισμό της λέξης «Ρέα», που είναι μια θεότητα, η οποία ταυτίζεται με το στοιχείο της γης. 

Η Ήρα, γενικά είναι μια ισχυρή θεά, που εξουσιάζει κι αυτή, τη γη και τον αέρα, ως σύζυγος του κοσμοκράτορα Δία. Βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον ουράνιο κόσμο και στα γήινα πράγματα. Μυστικιστικά, αντιπροσωπεύει τη δύναμη της ψυχής και την εκδήλωση της ζωής πάνω στη γη.

Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, το όνομά της σχετίζεται με την «ὤρα» = εποχή, κατάλληλη στιγμή, εξ ου και ωραίος = αυτός που βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του, ο ώριμος, ο όμορφος ή με τη λέξη «ἤρως» = ήρωας, επειδή η Ήρα μπορούσε να καταστήσει κάποιον ένδοξο, όπως συνέβη με τον Ηρακλή (< Ήρα + κλέος = αυτός που δοξάστηκε χάρη στο μίσος της Ήρας).

Ερμής: Το όνομα του Ερμή προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα: εἴρω, το οποίο έχει δύο σημασίες: α) συνδέω, ενώνω (εξού και «ειρήνη» = ο συνδετικός κρίκος, που ενώνει τους ανθρώπους) και β) λέγω, ομιλώ, αναγγέλλω. Είναι προφανές πως το όνομα «Ερμής» προσιδιάζει στη δεύτερη σημασία του ρήματος, καθώς, ως γνωστόν, ήταν ο αγγελιοφόρος των θεών, αλλά και γενικότερα ο θεός του λόγου, της επικοινωνίας, της νόησης, της ομιλίας, της ευφράδειας.

Πιθανόν η λέξη αυτή σχετίζεται με τον Ερμή Τρισμέγιστο (τρεις + magister = μάγιστρος,μάγος), τον σεληνιακό θεό των Αιγυπτίων, Θωθ, προστάτη και εμπνευστή της αστρολογίας και της αλχημείας, ο οποίος ταυτίστηκε με τον Ερμή της ελληνικής μυθολογίας. Εξάλλου, ο Ερμής ήταν ένας πολυμήχανος θεός, που κατά κάποιον τρόπο σχετιζόταν με το μυστήριο και τον αποκρυφισμό, διότι ένα από τα καθήκοντά του ήταν να μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών, ως τον ποταμό Αχέροντα και να τις παραδίδει στον Χάροντα (ψυχοπομπός).

Απόλλωνας: Ο Απόλλωνας υπήρξε ο θεός του φωτός (γι’ αυτό αποκαλείται και Φοίβος (<ρ. φάω = φωτίζω, ουσ. φάος = φως) = φωτεινός), της μουσικής και της μαντικής τέχνης. Το όνομά του προέρχεται από το στερητικό “α” και τη λέξη «πολλών», δηλαδή αυτός που δεν προορίζεται για τους πολλούς. Ίσως, να θεωρήθηκε πως λόγω των μαντικών του ικανοτήτων, τις οποίες σε λίγους ανθρώπους μετέδιδε, ήταν ο θεός «των λίγων και εκλεκτών».

Άλλες εκδοχές είναι οι εξής: το όνομα Απόλλων ίσως σχετίζεται με τη φράση«ἀπέλλαι σηκοί» = ιεροί λίθοι, κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο, οι οποίοι ήταν σημαντικοί στη λατρεία του θεού ή με το ρήμα «πέλομαι ή πολέω-ῶ» = περιφέρομαι, κινούμαι πέριξ ή με τη λέξη «ἀπελος» = ισχύς, δύναμη. Η δύναμη του θεού Απόλλωνα ήταν πολυεπίπεδη και μυστηριακή. Δύναμη πνευματική και ψυχική (ο διαφωτιστής των ψυχών και των πνευμάτων, μέσω των μυστηριακών θεσφάτων και των μαντειών), αλλά και δύναμη σωματική (γοητεία, ικανότητα τόξευσης και πρόκλησης βλάβης από απόσταση: ἐκηβόλος Ἀπόλλων).

Άρης: Η ετυμολογία του ονόματος του θεού Άρη, είναι η εξής: το όνομα "Άρης" προέρχεται από το αρχαιοελληνικό συνηρημένο ρήμα "αἱρέω-ῶ",που σημαίνει “συλλαμβάνω, κυριεύω” ή από το "ἀναιρέω-ῶ", που σημαίνει “φονεύω, σκοτώνω’’, υποδηλώνοντας και επιβεβαιώνοντας την πολεμική και επιζήμια για τους ανθρώπους, δράση του θεού Άρη. [Άρης = πλήγμα, βλάβη, ἀρά (= κατάρα) για τους θνητούς].

Ποσειδώνας: Ο ενοσείχθων ή σεισίχθων (= κοσμοσείστης) Ποσειδώνας, προέρχεται ετυμολογικά από: α) πότος ή πόντος (= θάλασσα) + δάω (= μαθαίνω, κατέχω κάτι, είμαι ειδήμων, γνωρίζω καλά), δηλαδή αυτός πουγνωρίζει καλά, συνεπώς εξουσιάζει τη θάλασσα και γενικά το υγρό στοιχείο, β) πόσις (<ρ. πίω = πίνω) + δοῦναι (< ρ. δίδωμι = δίνω),δηλαδή αυτός που παρέχει το πόσιμο ύδωρ, γ) εἴδη + ποιῶν, αυτός που δημιουργεί τα παράξενα πλάσματα (είδη) της θάλασσας, που δεν υπάρχουν στη στεριά.

Πλούτωνας: Ο θεός του θανάτου και του Κάτω Κόσμου. Ήταν γνωστός και με το όνομα Άδης (< στερητικό α + ἰδεῖν = αόρατος, αθέατος κόσμος ήστερητικό α + δέδια = ατρόμητος, «αδάμαστος»). Έτσι μάλιστα ονομαζόταν συνεκδοχικά όλο του το βασίλειο, που βρισκόταν στα σκοτεινά έγκατα της γης. Πιθανή είναι η συσχέτιση του ονόματός του με το ρ. πλανάωμαι-ῶμαι = περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, δεν έχω μόνιμο τόπο διαμονής, διότι ένα βασικό χαρακτηριστικό των ψυχών που φιλοξενούνταν στο βασίλειό του ήταν η συνεχής περιφορά και κίνηση, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο χώρο στάσης.

Η άϋλη φύση των ψυχών, δηλαδή, τους έδινε αιθέριες ιδιότητες· δεν είχαν βάρος, σώμα, υλική απόσταση για να σταθούν σε ένα σημείο, όπως και ο αέρας που συνεχώς κινείται. Επίσης, επειδή ο Πλούτωνας έχει το βασίλειό του μέσα στη γη, θεωρείται χθόνιος θεός, ο οποίος δεδομένης και της ένωσής του με την Περσεφόνη, την κόρη της θεάς Δήμητρας, σχετίζεται με την παραγωγή των δημητριακών. Επειδή, λοιπόν, θεωρείται ανάμεσα στα άλλα και θεός της γονιμότητας και της γεωργικής αφθονίας, ονομάζεται «Πλούτων», δηλαδή ένα παράγωγο της λέξης«πλούτος», εννοώντας φυσικά τον «πλούτο» της γης, την καλή σοδειά.

Ήφαιστος: Ο θεός της φωτιάς και των τεχνών. Το όνομά του προέρχεται α) από το ρ. φάω = φωτίζω + ἵστωρ = ο γνώστης, δηλαδή αυτός που είναι ειδήμων στη γνώση του φωτός ή της φωτιάς, β) από το ἅπτω = ανάβω, γ) από το Άφαιστος: προθετικό α + φαιστός (< ρ. φάω) = λαμπερός, φωτεινός.

Αθηνά: Η θεά της σοφίας, της φρόνησης, της υγείας και των οικιακών τεχνών. Ακόμη, είναι πολεμική θεά, με γνώμονα το δίκαιο και τη φρόνηση. Η πιο δημοφιλής ετυμολογία του ονόματός της είναι: Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή «η νόηση του θεού», κατά τον Πλάτωνα.

Άλλες εκδοχές: α) από το ρ. ἀθρέω-ῶ = βλέπω, παρατηρώ, εξετάζω (εξ ου και «γλαυκώπις Ἀθήνη» (< ρ. γλεύσσω = βλέπω καθαρά) = αυτή που βλέπει καθαρά και ἄθρει και ἄθρησον = σκέψου, γ) από το στερητικό α + θήνη (~θηλή) = η αθήλαστη (διότι γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία και όχι από τη μητέρα της, την Μήτιδα (< Μήτις = σύνεση, φρόνηση), άρα δεν θήλασε).

Άρτεμη: Η θεά της σελήνης, του κυνηγιού, των αγριμιών και των δασών. Της αρέσει το κυνήγι, οι φόρμιγγες, οι χοροί, οι εκκωφαντικοί αλαλαγμοί, τα σκιερά δάση και οι δίκαιες πόλεις. Η ετυμολογία του ονόματός της προέρχεται από το ουσ. ἀήρ + τέμνω, δηλαδή αυτή που σκίζει τον αέρα,μάλλον λόγω της ιδιότητάς της να εξακοντίζει τα βέλη της στον αέρα εναντίον των θηραμάτων. Το δε επίθετο «ἀρτεμής» σημαίνει άρτιος, σώος, αβλαβής.

Αφροδίτη: Η θεά του έρωτα, του αισθησιασμού, της καλαισθησίας και της ομορφιάς. Είναι γνωστή η ιστορία της γέννησής της· αναδύθηκε μέσα από τον αφρό, που σηκώθηκε γύρω από την αθάνατη σάρκα του ουρανού, δηλαδή γύρω από τα γεννητικά όργανα του ουρανού, που έκοψε ο γιος του, ο Κρόνος και τα πέταξε στη θάλασσα (βλ. «Θεογονία» Ησιόδου στ. 188-193). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ετυμολόγηση του ονόματος της θεάς από τον παράλληλο τύπο «Αβροδίτη» = αβροδίαιτη, αυτή που διάγει βίο τρυφηλό.

Δήμητρα: Η θεά της βλάστησης, της γονιμότητας και της αναπαραγωγής. Μαζί με την κόρη της την Περσεφόνη, συμβολίζει την κυκλική εκδήλωση της ύπαρξης μέσα από τη ζωή (ο κύκλος των εποχών), τον θάνατο και την αναγέννηση. Το όνομά της ετυμολογείται από το δη ή γη + μήτηρ = η Μητέρα-Γη. Το προσωνύμιο αυτό αποδιδόταν στη Δήμητρα, που ήταν η υπεύθυνη για την ανθοφορία της γης και τη δημιουργία των ζωοφόρων καρπών, που φυτρώνουν στην παντοτρόφο (ή κουροτρόφο) γη.

Εστία: Η θεά του σπιτιού και της οικογενειακής συγκέντρωσης. Η πιο σεμνή, αγνή και σεβαστή θεά, η πρεσβυτέρα όλων των θεών. Το όνομά της ετυμολογείται από τον δεύτερο τύπο του απαρεμφάτου του ρήματος ἵστημι = στέκομαι (ἑστηκέναι και ἑστάναι), ή από το ρήμα «ἕζομαι» = κάθομαι, επειδή το «γέρας» (= προνόμιο, έπαθλο) που της έδωσε ο Δίας, μετά τον όρκο της αιώνιας παρθενίας της, ήταν να στέκεται στο κέντρο της οικίας των θνητών, στην εστία, όπως ονομάστηκε, η οποία συμβολίζει την κυκλική συγκέντρωση και ένωση της οικογένειας, γύρω από το σημείο αφής της φωτιάς. 

Το «ιερό πυρ» της Εστίας, το οποίο στάθηκε η αφορμή να θεωρηθεί η φωτιά και ως μέσο εξαγνισμού, έπρεπε να διατηρείται άσβηστο στον οίκο, για να προστατεύει τα μέλη του από κάθε κακό. 

Μία άλλη εκδοχή λέει πως το όνομα «Εστία» σχετίζεται με την «ἐσσία» = ουσία, διότι τιμής ένεκεν, πάντοτε λάμβανε το «πίαρ» (< λατ. optimus = άριστος), δηλαδή το εκλεκτό κομμάτι, την «ουσία» από τα σφάγια των θυσιών.

Ετυμολογία: η αλήθεια των λέξεων





Η ετυμολογία είναι παράλληλα και μια ιστορική αναδρομή στις λέξεις, μια ιστορία των λέξεων

Οσο είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει μια φυσική τάση προς τη γνώση («φύσει τού ειδέναι ορέγεται»), άλλο τόσο αληθεύει ότι όλοι μας έχουμε την τάση να αναζητούμε την προέλευση των λέξεων τής γλώσσας μας, την αρχική τους σημασία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, με διάφορες ευκαιρίες, ετυμολογούν ή συνήθως (από έλλειψη ειδικών γνώσεων) παρ-ετυμολογούν λέξεις: υποθέτουν, διερωτώνται ή και αποφαίνονται για την προέλευση αυτής ή εκείνης τής λέξης.

Με άλλα λόγια, μιλούν εμπειρικά για το έτυμο μιας λέξης. Ηδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. παραδίδεται (από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη) ότι έτυμον είναι «η αληθής σημασία μιας λέξεως σύμφωνα με την προέλευσή της».

Η λέξη έτυμον ως όρος προέρχεται από το επίθετο έτυμος που σήμαινε «αληθής» και χρησιμοποιείται ήδη στον Ομηρο: «ψεύσομαι, ή έτυμον ερέω;». Η λέξη είναι από την ίδια ρίζα μ' ένα άλλο επίσης ομηρικό επίθετο, το ετεός που σημαίνει επίσης «αληθινός, γνήσιος».

Από αυτό είναι το όνομα Ετεο-κλής (που παραδίδεται ήδη σε πινακίδα της μυκηναϊκής Γραμμικής γραφής Β') καθώς και άλλα σύνθετα όπως το Ετεό-κρητες (γνήσιοι, αυτόχθονες Κρήτες) στον Ομηρο.

Από ένα ομόρριζο επίθετο ετός της ίδιας σημασίας προήλθε το ρήμα ετάζω, που είναι και σήμερα εν χρήσει ως εξ-ετάζω με αρχική σημασία «αναζητώ την αλήθεια - ερευνώ λεπτομερώς».
Ολόκληρη λοιπόν η οικογένεια αυτών των λέξεων και ιδιαίτερα η λέξη έτυμον δηλώνουν την αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή την ιχνηλάτηση της προέλευσής τους, που ταυτίζεται με τη σημασία εκκίνησης ή προέλευσης τής λέξης, την πρώτη ή αληθινή ή βασική ή ετυμολογική σημασία.

Αυτή η περιπέτεια τής αναζήτησης τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή η προσπάθεια ετυμολόγησής τους, από τις αρχές τού 19ου αιώνα με την ίδρυση τής επιστήμης τής (ιστορικοσυγκριτικής) Γλωσσολογίας από κτά επιστημονικό χαρακτήρα, δηλαδή ασκείται με μεθόδους έγκυρης αναγωγής στην αρχική (ή παλαιότερη δυνατή) μορφή και σημασία τής λέξης.

Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, μορφικής και σημασιολογικής, γίνεται έκτοτε κατά κανόνα επιστημονικά αξιόπιστη.

Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων (με την έννοια που εξηγήσαμε) είναι ιδιαίτερα ελκυστική στην ετυμολογική έρευνα τής ελληνικής γλώσσας, λόγω τής μακραίωνης παράδοσής της, που επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Μιλώντας για την αλήθεια, λ.χ., ας δούμε την ετυμολογική της προέλευση.

Το επίθετο αληθής (απ' όπου η αλήθεια) προήλθε από το στερητικό α- και -λήθος, το («λήθη») ή την ίδια τη λέξη λήθη: α-ληθής επομένως ήταν αρχικά «αυτός που δεν μπορεί να περάσει στη λήθη, να λησμονηθεί ή να αποκρυβεί», άρα «αυτός που δεν λανθάνει, δεν υποκρύπτεται, αλλά είναι εμφανής, απτός, πραγματικός, αληθινός».

Επ' ευκαιρία, ας σημειωθεί ότι η αρχαιότατη (ήδη στον Ομηρο) λέξη αληθής και αλήθεια δεν προέρχεται από την ομόρριζη λέξη λάθος, η οποία εμφανίζεται πολύ αργά (στους μεταγενέστερους χρόνους).

Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, η ετυμολογία είναι παράλληλα και μια ιστορική αναδρομή στις λέξεις, μια ιστορία των λέξεων.

Ο Έλληνας ομιλητής δεν χρειάζεται ειδικές γνώσεις (τις αναγκαίες ιστορικές πληροφορίες μπορεί να τις αναζητήσει) για να καταλάβει, λ.χ., ότι η λέξη γραμματική, ενώ αναφέρεται σε ολόκληρη τη δομή τής γλώσσας την οποία έχει σκοπό να περιγράψει, ξεκινάει ως μελέτη και περιγραφή των «γραμμάτων, τού γραπτού λόγου, των γραπτών κειμένων» (και όχι τού προφορικού λόγου).

Όπως η ίδια η λέξη σύνταξη είναι φανερό ότι προσδιορίζει τους τρόπους που συν-τάσσονται, που «τίθενται μαζί» οι λέξεις, για να απαρτισθεί λόγος, ομιλία. Οι έννοιες τού κόπου, τής κοπιαστικής εργασίας και μάλιστα τής χειρωνακτικής, που δηλώνονταν στην αρχαία περίοδο τής γλώσσας μας με τις λέξεις πόνος και μόχθος οδήγησαν (με μια υποτιμητική στάση των αρχαίων Αθηναίων προς τη χειρωνακτική κοπιώδη εργασία η οποία αντιστρατεύεται τη σχολή, τον ελεύθερο χρόνο που οδηγεί σε αξιοποιήσεις, όπως εκείνη τής σχολής και τού σχολείου ως ευκαιριών παιδείας) στις κακόσημες λέξεις πονηρός και μοχθηρός.

Οπως και οι σκληρές προσπάθειες που καταβάλλει ο αθλητής, ο διεκδικητής τού έπαθλου, τού βραβείου, τού άθλου, τον εμφανίζουν ως αξιολύπητο ή και ως εξαθλιωμένο, δηλαδή ως άθλιο. Ενώ η ένταση, ο ανταγωνισμός και η διεκδίκηση τής νίκης γεννούν τη λέξη αγωνία από το αγών(ας).

Το άστυ ξεκινάει ως η κατεξοχήν δήλωση «τού οργανωμένου χώρου κατοικίας», εκεί που μένουν οι αστοί, αναπτύσσοντας και αντίστοιχη νοοτροπία που οδηγεί σε μια ελευθεριότητα στην έκφραση και στην επικοινωνία των αστών, στο αστ-είος (απ' όπου το αστείο) ενώ η λέξη πόλις είναι το κράτος-πόλις, η πολιτική έκφανση τού χώρου διαβίωσης (πολίτης =ο έχων πολιτικά δικαιώματα), ξεκινώντας από τη σημασία «οχυρό, φρούριο», που διαπιστώνεται στην αρχική σημασία τού ακρόπολις.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ΒΗΜΑ, 02/02/2003

Λαμόγιο και ετυμολογία




Λαμόγιο ήταν κυρίως ο αβανταδόρος, ο δήθεν παίκτης και συνεργάτης του παπατζή, που υποκρινόταν ότι παίζει, για να προσελκύσει ευκολότερα τα θύματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια, για να περιγράψει τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον απατεώνα και τον υπόγειο τύπο, που μετέρχεται ύπουλα, παράνομα ή ανήθικα μέσα, για αποκτήσει χρήματα ή εξουσία.

Στον αγώνα Παναθαναϊκού – Εργοτέλη (22/10/2011) στο ΟΑΚΑ, αναρτήθηκε πανό, που έγραφε «Πολιτικοί λαμόγια, βουλή των βολεμένων. Θα σας πνίξει η οργή των εξεγερμένων».

Ο διαιτητής διέκοψε για 8 λεπτά τον αγώνα, προκειμένου να κατέβει το πανό, επικαλούμενος ότι προσβάλει το φίλαθλο πνεύμα. Ήταν στα αλήθεια υβριστικό;

Η λέξη «λαμόγιο» χρησιμοποιείται πολλά χρόνια στα ελληνικά και προέρχεται από την αργκό, αν και η ετυμολογία της παραπέμπει σε ισπανική, ή ιταλική λέξη.

Το λαμόγιο πότε κέρδιζε, δείχνοντας έτσι ότι ο παπατζής είναι κορόιδο και προσελκύοντας αυτούς που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και πότε έχανε, διαλέγοντας πάντα το λάθος φύλλο, ενώ ήταν πασιφανές ότι ο «παπάς» ήταν άλλος.

Με αυτόν τον τρόπο, τα υποψήφια θύματα που έβλεπαν τον παπά να είναι σε εμφανή θέση και το «λαμόγιο» να χάνει, έριχναν τα λεφτά τους με μεγάλη ευκολία στον «παπά» και φυσικά έχαναν, αφού συνήθως «παπάς» ήταν το τρίτο φύλλο.



Ο Νίκος Τσιφόρος αναφέρεται συχνά στα ευθυμογραφήματά του στα «λαμόγια» με αυτό τον τρόπο.

Η λέξη επίσης χρησιμοποιείται με τον ίδια έννοια στον Καπετανάκη και τον Ηλία Πετρόπουλο, πάντα σε θηλυκό γένος και μόνο σαν χαρτοπαικτικός όρος, που σημαίνει «ο στημένος παίκτης, που γδέρνει το κορόιδο»

Η ετυμολογία
Οι γνώμες για την ετυμολογία της λέξης «λαμόγιο», διίστανται. Η πιθανότερη ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος).

Όταν κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, έπαιρνε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του).

Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.




Με βάση μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, το πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο μόγια, που σημαίνει λαδιά, απάτη, πονηριά, εξαπάτηση. Το άρθρο la προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά, για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.

Τέλος, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη,
σημαίνει φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω («Την κάνω λαμόγια»).



Άλας και μισθός (=salary)!




Ο Όμηρος ο μεγάλος επικός ποιητής αναφέρει την θάλασσα με την πανάρχαια λέξη αλς. Είναι προφανές ότι από αυτην προέρχεται η λέξη αλάτι (αρχ. αλας). 

Οι Λατίνοι δανείστηκαν την λέξη και την χρησιμοποίησαν ως sal και στα αγγλικά σήμερα είναι salt=αλάτι. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες στις εκστρατείες πολλές φορές πληρώνονταν σε είδος και συγκεκριμένα με αλάτι που ήταν είδος πολυτελείας τότε. Αυτή την αμοιβή την ονόμαζαν salarium. 

Οι Αγγλοι σήμερα χρησιμοποιούν την λέξη ως salary=μισθός


Ορθοπαιδική ή ορθοπεδική;





Είναι θλιβερό να διαπιστώνει κανείς πόσο παράλογα είναι τα επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν τη γραφή ορθοπεδική ως ετυμολογική.

Ο Φωκίων Τοπάλης, υποστράτηγος ε.α.-φιλόλογος από τη Θεσσαλονίκη, σε επιστολή του στο Βήμα και την Καθημερινή γράφει:

«Ο όρος αυτός ως ιατρική ειδικότητα εισήχθη στη χώρα μας περί το τέλος της δεκαετίας 1950, ως "ορθοπεδική".

»Αιφνιδίως τα τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλία ιατρών που μετεκπαιδεύθηκαν στην Αγγλία, προέκυψε μιμητικά ο όρος: "ορθοπαιδική". Λέγεται ότι το 1741 ο Γάλλος ιατρός Νικολά Αντρί, καθηγητής του Πανεπιστημίου των Παρισίων, έπλασε τον ανωτέρω όρο επειδή θεράπευε παιδιά με δυσπλασίες. Ο όρος στη Γαλλική αποδίδεται ως orthopédie ή orthopédique και στην Αγγλική ως orthopaedics (με τη δίφθογγο ae, λόγω ανάγκης σωστής προφοράς). Αν δεχθούμε όμως το νέο αυτό κατασκεύασμα, το οποίο διευρύνεται στις πινακίδες όλο και περισσοτέρων ιατρών στη χώρα μας θα έπρεπε συνεκδοχικά να δεχθούμε και τον όρο "ορθογεροντική"(!), διότι ανάγκη συνδρομής της ειδικότητας αυτής έχουν και ενήλικες και ιδιαίτερα γέροντες.

»Τα περισσότερα σοβαρά λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες της γλώσσας μας, με προεξάρχον το λεξικό του αειμνήστου καθηγητού της Φιλοσοφικής Σχολής των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθηνών και ακαδημαϊκού Ιωάννη Σταματάκου, αναγράφουν τον όρο ως «Ορθοπεδική».

»Η ετυμολογία του: ορθός + πέδον (το πέδον = το έδαφος (από όπου και κράσπεδον, δάπεδον, πεδίον, πους κ.λπ.). Έτσι αποδίδεται σωστά η έννοια της λέξης, σημαίνουσας: "επανορθώνω ή αποκαθιστώ φυσικές ή επίκτητες σωματικές δυσπλασίες"».

Το επιχείρημα του Φ.Τ. σχετικά με την ορθογεροντική δεν στέκει. Στην προκειμένη περίπτωση ο επιστολογράφος συγχέει την τωρινή με την αρχική σημασία του όρου. Η σημερινή του σημασία δεν περιορίζεται σε παιδιά, σε αντίθεση με την πρώτη σημασία του. Ο Φ.Τ. προφανώς δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η ετυμολογική γραφή μιας λέξης μπορεί να βασίζεται στην αρχική της σημασία. Πράγματι, η γραφή ορθοπαιδική οφείλεται στη σημασία που είχε ο όρος στην αρχή. Το επιχείρημα του Φ.Τ. θα ήταν λογικό, μόνο αν επιλέγαμε τη γραφή ορθοπαιδική, για να αναφερθούμε σε μια ειδικότητα που σήμερα αφορά μόνο παιδιά. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Επίσης, δεν μας ενδιαφέρει τι γράφουν «τα περισσότερα λεξικά», όταν το θέμα που μας απασχολεί είναι η ετυμολογική βάση μιας γραφής. Ακόμη και κανένα λεξικό να μην καταγράφει έναν τύπο στην κεφαλή του λήμματος, δεν αποκλείεται αυτός ο τύπος να είναι ετυμολογικά βάσιμος (αλλά να μην καταγράφεται λ.χ. γιατί δεν είναι ο συνηθέστερος ή γιατί δεν χρησιμοποιείται καθόλου).

Το Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς του Ιωάννη Σταματάκου, το οποίο εκδόθηκε στη δεκαετία του '50 (α' τόμος: 1952, β' τόμος: 1953, γ' τόμος: 1955), πράγματι γράφει ορθοπεδική. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λήμματα ορθοπεδική και ορθοπεδικός του νεοελληνικού λεξικού Σταματάκου δεν περιλαμβάνουν ετυμολογικές πληροφορίες και ότι σε αυτά δεν εξηγείται με ποιο κριτήριο έχουν επιλεγεί οι γραφές μεε. Και πάντως ο Σταματάκος δεν δικαιολογεί ετυμολογικά το ε στην ορθοπεδική και τον ορθοπεδικό.

Ακόμη, είναι αξιοσημείωτο ότι ένα μόνο σύγχρονο λεξικό της Νέας Ελληνικής -τουλάχιστον από όσα γνωρίζω- δικαιολογεί ετυμολογικά το ε του ορθοπεδικός. Πρόκειται για το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (βλ. λ.χ. τη δεύτερη έκδοση, του 1999), το οποίο ερμηνεύει ετυμολογικά τοορθοπεδικός από το «ορθός και πέδον (= έδαφος)». Η ετυμολογική αυτή εξήγηση είναι αβάσιμη· δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τη στηρίζει. Ο Φ.Τ. στην επιστολή του μεταφέρει ή επαναλαμβάνει την ετυμολογία αυτή και φυσικά κάνει λάθος και αυτός.

Η ετυμολογία του όρου ορθοπαιδική εξηγείται σωστά -και αναλυτικά- σε πλαισιωμένο σχόλιο μετά το λήμμα ορθοπαιδικός / ορθοπεδικός του λεξικού Μπαμπινιώτη. 

Από λεξικογραφική σκοπιά μάλιστα, καλό θα ήταν το αντίστοιχο λήμμα ενός νεοελληνικού λεξικού να περιλαμβάνει και τις δύο γραφές, ορθοπαιδική και ορθοπεδική, με το σκεπτικό ότι το λήμμα ενός λεξικού αντανακλά τη γλωσσική πραγματικότητα. Εφόσον πράγματι χρησιμοποιούνται παράλληλα και οι δύο γραφές της συγκεκριμένης λέξης, καλό θα είναι να καταγράφονται και οι δύο και ακόμη καλύτερα να εξηγείται ότι βασίζονται σε κριτήρια (στο ετυμολογικό κριτήριο η μία, στο κριτήριο της χρήσης η άλλη). 

Σχετικοί σύνδεσμοι:


ΠΡΟΣΘΗΚΗ (19/3/2013)
Επισκέφθηκα αυτήν εδώ την ιστοσελίδα και διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα ακόμη διάτρητο κείμενο σχετικά με την ετυμολογία και τη γραφή της ορθοπαιδικής. Ο συντάκτης του άρθρου γράφει στην αρχή:

«Η σωστή και αποδεκτή στην ελληνική γλώσσα γραφή της λέξης “ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗ” είναι με “Ε” και όχι με “ΑΙ” ως “ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ” γιατί οι ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΟΙ γιατροί δεν είναι “ΠΑΙΔΙΚΟΊ”, δεν είναι “ΠΑΙΔΙΑ”, δεν είναι “Μόνον για ΠΑΙΔΙΑ” και η σύγχρονη ειδικότητα της ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗΣ δεν είναι “ΒΙΒΛΙΟ με οδηγίες για ΠΑΙΔΙΑ”... Άλλη η γαλλική ερμηνεία και ετυμολογία της γαλλικής λέξης “ORTHOPEDIE” σχετική με ένα “Βιβλίο για πρόληψη παραμορφώσεων στα παιδιά” που γράφτηκε από τον γάλλο γιατρό Nicolas Andry το 1741 με τίτλο «Traite [sic] d’orthopédie ou l’art de prevenir [sic] et corriger dans les enfants les difformités du corps» δηλαδή «Πραγματεία περί ορθοπαιδείας ή τέχνη της προλήψεως και διορθώσεως των σωματικών παραμορφώσεων στα παιδιά» και άλλη η ιστορία και η ετυμολογία της ελληνικής λέξης "ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΉ" που έχει αρχαιο-ελληνικές ρίζες και είναι η άμεσα παράγωγη λέξη του αρχαιοελληνικού ρήματος “ΟΡΘΟΠΕΔΩ” που σχηματίσθηκε από τις ελληνικές λέξεις “ΟΡΘΟΣ” (Ίσιος) και “ΠΕΔΩ” (Δένω, εμποδίζω, δεσμεύω)».
Τα έχουμε πει χίλιες φορές. Η σύγχρονη ορθοπαιδική δεν αφορά μόνο παιδιά, αλλά από εκεί ξεκίνησε και αυτό αντανακλά η γραφή με αι.

Όχι, δεν είναι άλλη η ετυμολογική προέλευση της γαλλικής και άλλη της ελληνικής λέξης. Δεν υπήρχε ελληνική λέξη ορθοπεδική πριν από τον Andry, η οποία μάλιστα να έχει αρχαιοελληνικές ρίζες. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να οδηγεί σε ετυμολογική σύνδεση του όρου ορθοπαιδική με τύπους όπως ορθοπεδώ ή πεδώ.

Ο αρθρογράφος για λόγους εντυπώσεων παραθέτει ένα κείμενο υπό τον τίτλο «ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΩΝ ( Προσωπική επικοινωνία, Φεβρ. 2013)». Λες και ο Α.-Φ. Χριστίδης π.χ., που ήταν υπέρ της γραφής ορθοπαιδική και δήλωνε κατηγορηματικά ότι η ορθοπαιδική δεν συνδέεται με την πέδη, δεν ήταν ειδικός γλωσσολόγος! (βλ. παρακάτω, το προτελευταίο σχόλιο) Και σύγχρονος, προσθέτω. Απεβίωσε το 2004, άρα θεωρείται ένας από τους σύγχρονους γλωσσολόγους. 

Ποιο είναι όμως το μεμπτό στην προκειμένη περίπτωση; Ο αρθρογράφος όλως τυχαίως παραλείπει να αναφέρει ποιο ήταν το ερώτημα, τι ρώτησε τους «σύγχρονους ειδικούς γλωσσολόγους». Τους ρώτησε ποια είναι η ετυμολογία της λέξης ή πώς προτιμούν οι ίδιοι να γράφεται; Είναι γνωστό ότι η ετυμολογική ορθογραφία δεν εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, γιατί αλλιώς θα γράφαμε λ.χ. αγώρι αντί αγόρι. Το ερώτημα προς τον αρθρογράφο είναι απλό: Ποιος σύγχρονος ειδικός γλωσσολόγος υποστηρίζει τεκμηριωμένα ότι η ορθοπαιδική συνδέεται ετυμολογικά με την πέδη ή τοορθοποδώ; Ετυμολογικά! Άλλο θέμα πώς θα γραφεί η λέξη.


ΠΡΟΣΘΗΚΗ (21/3/2013)
Διαβάζουμε αμέσως παρακάτω:

«Οι ομόρριζες με την “ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΉ” ελληνικές λέξεις προϋπήρχαν του γάλλου γιατρού Andry και αυτό φαίνεται ότι δεν το γνώριζε ή δεν το έλαβε υπόψη του όταν συνέθεσε την λέξη “ORTHOPEDIE”, από το “ΟΡΘΟΣ” και “ΠΑΙΔΙΟΝ”». Ας του εξηγήσει κάποιος ότι ελληνικές λέξεις όπως ορθοποδώ, ορθοπεδώ, πέδη κ.λπ. δενείναι ομόρριζες με την ορθοπαιδική, όπως και αν γραφεί η λέξη. Είναι σαφές ότι στη δημιουργία του όρου δεν εμπλέκεται κάποιος τύπος που να δικαιολογεί το ε με ετυμολογικά κριτήρια. 

Ας γράψει τη λέξη με ε, αλλά θα πρόκειται για απλοποιημένη γραφή. Όχι και να μας πληροφορεί ότι υπάρχουν «ετυμολογικά στοιχεία υπέρ της γραφής με ε που περιλαμβάνονται σε αρχαιοελληνικά κείμενα»! Δεν είναι ομόρριζα με τον επίμαχο όρο ταορθόπους, ορθοποδούσιν, ορθοπεδώ και ορθοποδώ.


Η ετυμολογικές προσεγγίσεις των λέξεων «Έλλην», «Άνθρωπος», «Ανδρομέδα»





Το παρακάτω άρθρο αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων παλαιότερων άρθρων, η χημική ένωση των οποίων δίνει μια νέα και ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διάσταση.

Θ’ αποδείξουμε ότι: Οι λέξεις «Έλλην» και «άνθρωπος» έχουν αρχετυπικά την ίδια ακριβώς σημασία. Θ’ αποδείξουμε επίσης ότι οι φέροντες τις ιδιότητες «Έλλην» και «άνθρωπος», έλκουν την καταγωγή τους από την Ανδρομέδα. Θ’ αποδείξουμε ακόμα ότι η λέξη «Έλλην» δεν έχει σχέση με τον τόπο που κατοικεί κάποιος, δεν έχει καμία σχέση με το κράτος του οποίου είναι πολίτης. Οι λέξεις «Έλλην» και «άνθρωπος» είναι έννοιες ισότιμες της λέξης «θεός», είναι δε υπεράνω των εννοιών που στις μέρες μας είναι αποδεκτές ως δηλωτικές της φυλής, του έθνους, του λαού, εν τέλει του κράτους. Η προσέγγισή μας είναι καθαρά ετυμολογική. Τίποτε άλλο.

Η λέξη «Έλλην» είναι σύνθετη από το Ελ και το λην. Όπου Ελ είναι ο (θεός) Ήλ – ιος, ο ζωοδότης, ο φωτοδότης. Η κατάληξη της λέξης «ήλ ιος» σημαίνει ότι αυτό το ουράνιο σώμα που δίνει ζωή στη γη, αντλεί το φως του από τον Ελ ή Ηλ, δηλαδή τον Θεό. Ο Ήλιος δεν ήταν Θεός, ήταν αυτός που αντλούσε ή δεχόταν φως από το Θεό και, με τη σειρά του αυτός το έδινε στη γη.

Ελ ή Ηλ, όπως: Ηλεία, δηλαδή η χώρα του Ήλιου. Η Ελ υμπία ή Ολυμπία δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην Ηλεία. Όπως και ο Όλυμπος δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην Ελ λάδα.

Και λην, είναι απαρέμφατο του ρήματος λάω, που σημαίνει βλέπω. Έλ – λην δηλαδή σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον Ήλιο», δηλαδή αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό ή «αυτός που ζει σύμφωνα με τις ιδιότητες του Ήλιου», δηλαδή του θεού, είναι ο ευσεβής. Έλλην είναι αυτός που ζει σύμφωνα με τους νόμους (και τις δυνάμεις) του Φωτός και Ελλάνιος είναι αυτός που κατάγεται από τους προγόνους, οι οποίοι ζουν σύμφωνα με τους νόμους του Φωτός ή είναι ο κάτοικος αυτού τούτου του (Ουρανίου) Φωτός.

Αυτά, διότι: Ελ (ηλ) ιος είναι αυτός που κατάγεται από το Φως, από το αρχέγονο Φως, από την Πρώτη Δύναμη, εκείνη που δημιούργησε τα πάντα.

Έλ λην και Ελ λας. Όπου λας είναι η πέτρα (εξ ου και λατομείο) άρα Ελ –λας σημαίνει «η πέτρα των θεών» ή «ο θρόνος των θεών» ή Ελλάς είναι «ο γήινος τόπος που είναι κατοικία των θεών», όχι μόνο, Ελλάς μπορεί να είναι και «το υλικό σώμα εντός του οποίου κατοικεί το Φως», δηλαδή Ελλάς μπορεί να είναι το σώμα όπου κατοικεί η ψυχή, όπου κατοικεί ο (ενσαρκωμένος) θεός, η ψυχή που έλκει την καταγωγή της από τον Ελ (Ηλ) ιο, είναι «ο άνθρωπος με ψυχή» σε αντίθεση μ’ εκείνο το σώμα που δεν είναι τόπος κατοικίας του Φωτός, δηλαδή της ψυχής. Το λέει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος: «Ο άνθρωπος είναι θνητός θεός και ο θεός είναι αθάνατος άνθρωπος».

Κατ’ αυτά, Έλληνες είναι εκείνοι που (προ)φέρουν τον Έλληνα Λόγο και δη όχι όσοι ομιλούν, αλλά όσοι αισθάνονται την Ελληνική γλώσσα, όσοι μπορούν να την αποκωδικοποιήσουν και να διεισδύσουν στα άδυτα των αδύτων. Έλληνες, εν τέλει, ΔΕΝ είναι εκείνοι που κατοικούν στην Ελ λάδα, αλλά εκείνοι που (όπου και αν βρίσκονται, σε όποιο σημείο της γης και αν κατοικούν) προ – φέρουν τον Ελληνικό Λόγο, ζουν δηλαδή με βάση τους νόμους του Ήλιου, τους νόμους του Φωτός, τους νόμους του θεού.

Από το «λας» βγαίνει και το «λαός». Λαός σημαίνει «πλήθος από πέτρες». Ο Δευκαλίων και η Πύρρα κατά συμβουλήν του Διός μετά τον κατακλυσμό έριχναν πέτρες πίσω τους, οι οποίες μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους κι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πρόγονοι του σημερινού ανθρωπίνου γένους. Μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς, ότι πριν από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα υπήρχε κάποιο πρότερο ανθρώπινο γένος που δεν ιστορήθηκε, μέλη του οποίου ήταν οι πρόγονοί μας, οι διασωθέντες Δευκαλίων και Πύρρα. Λοιπόν, οι πέτρες του Δευκαλίωνα έγιναν άντρες και οι πέτρες της Πύρρας έγιναν γυναίκες. Ίσως η παροιμία «έριξε μαύρη πέτρα πίσω του» να κρατάει από τότε ως ζευγάρι με το μύθο του Δευκαλίωνα και (ίσως) να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο της δημιουργίας, δηλαδή το ρημαδιό, έναν τόπο, ένα σπίτι που έμεινε χωρίς τους ανθρώπους του.

Συνοπτικά, η λέξη «Έλλην», σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό». Αυτός δηλαδή του οποίου η υψηλή κραδασμική συχνότητα είναι ίδια μ’ εκείνη του Φωτός, άρα του επιτρέπει να «βλέπει» την αντίστοιχη συχνότητα, στην οποία γίνονται ορατοί οι θεοί. Έλλην είναι η εξελιγμένη πνευματικά οντότητα και καθόλου βέβαια ο πολίτης ενός κράτους, το οποίο εντελώς αυθαίρετα και καταχρηστικά ονομάζεται «Ελλάς». Οι ξένοι έχουν δίκιο που το λένε Γραικία ή Ιωνία. Οι πολίτες του κράτους που ονομάζεται «Ελλάς» δεν είναι Έλληνες. «Ελλάς» ήταν κάποτε, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, ήταν τότε που είχαν κάνει τον τόπο αυτό δικό τους τόπο, θρόνο τους, έδρα τους. Ουδεμίαν σχέσιν έχουμε εμείς με εκείνους. Με τους Έλληνες δεν είχαν σχέση ούτε καν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, ναι, αυτοί της κλασσικής περιόδου. Ακόμα και τότε ήταν λίγοι Έλληνες ανάμεσά τους. Πάντα ήταν λίγοι οι Έλληνες ανάμεσα στους πολλούς, διότι έργο τους εδώ στη γη δεν ήταν άλλο από την διδαχή και τη διάδοση της Γνώσης. Έλληνες ήταν οι δάσκαλοι. Οι διδάσκαλοι. Αυτό βγαίνει από πολύ συγκεκριμένες αναφορές των αρχαίων κειμένων, που δεν είναι της παρούσης στιγμής.

Είναι δύσκολο να το αποδεχτεί αυτό κάποιος σήμερα, επειδή έχει περάσει στο πετσί του το ανιστόρητο και άσοφο εμφύτευμα, εντούτοις έχει μεγάλη φιλοσοφική αξία να εντοπιστεί η αληθινή έννοια της λέξης «Έλλην», διότι είναι αποκαλυπτική της Γνώσης που απωθήθηκε, της Γνώσης που εκοιμήθη για «χίλια χρόνια», όμως δεν πέθανε ποτέ. Η Γνώση, δηλαδή η Μνήμη, θα ενεργοποιηθεί και, εν τέλει, οι άνθρωποι, οι Έλληνες, θα θυμηθούν. Δεν θα θυμηθούν την παλιά τους αυτοκρατορία, καθώς νομίζουν πολλοί, αλλά την ταυτότητα και την αποστολή των όντων που από τον ουρανό κατέβηκαν στη γη για ορισμένο και, φυσικά, ανώτερο σκοπό.

Ας πάμε τώρα στη λέξη «άνθρωπος». Μας είπαν στο Σχολείο ότι η λέξη «άνθρωπος» προέρχεται από το «άνω θρώσκω». Αγνόησαν επιδεικτικά τις άλλες εκδοχές, διότι (για τους σκοπούς τους) χρειάζονταν μία θεολογική ερμηνεία. Και είναι περιττό να καταθέσουμε επιχειρήματα γιατί αυτός ο ισχυρισμός είναι λάθος. Αλλά είναι σημαντικό να παραθέσουμε τα ευρήματα μιας άλλης, όσο και αποκαλυπτικής προσέγγισης:

Η λέξη «άνθρωπος» προέρχεται (κατά το Liddel & Scott) από το ανήρ + ωψ (γεν. ωπός, από το ρήμα ορώ) είναι «ο έχων όψιν ή πρόσωπον ανδρός». Ανδρ – ωπός. Όπως πρόσ – ωπον. Δεν είναι homo (χώμα), είναι «αυτός που είναι ανήρ κατά την όψιν» ή ακόμα και «αυτός μόνο – και όχι άλλος – που μπορεί να δει τον άνδρα», όπου ανήρ (άνδρας) είναι «αυτός που δεν είναι νηρός», δηλαδή νεαρός. Και (νηρός, νεαρός) σημαίνει πρόσφατος, ακραιφνής (ακεραιο – φανής, δηλαδή, ακέραιος, καθαρός, ανόθευτος) εξ ου το νηρόν, δηλαδή το νερόν, το ύδωρ, πρόσφατον ή ψυχρόν ύδωρ, άρτι κομισθέν εκ της πηγής, το δροσερό νερό, το φρέσκο νερό, ανήρ επομένως σημαίνει «αυτός που δεν είναι νηρός, δεν είναι νεαρός, δεν είναι νέος, αλλά ενήλιξ, έχων (σεβαστήν) ηλικίαν, αυτός που δεν έχει πλέον ανάγκη από ενσαρκώσεις, έχει ολοκληρώσει την πνευματική του διαδρομή, ο αρχαίος, ο σοφός, ο σεβάσμιος, ο φωτεινός. Δεν είναι ακραιφνής (ακεραιοφανής) δηλαδή δεν φαίνεται ακέραιος, άρα δεν είναι ορατός, αλλά αισθάνεσαι ίσως μία (φωτεινή) σκιά, ένα αερικό, ένα πνεύμα. {Βλ. και Νηρεύς, ο αρχαίος θαλάσσιος άρχοντας (των νηρών, νερών) της Μεσογείου, οι Νηρηίδες, οι κόρες του Νηρέα, οι Νεράιδες (των παραμυθιών) στις πηγές και τα ρυάκια}.

Το νηρόν (νερό) αφήνει εκστατικό τον προσεκτικό ιχνευτή, επειδή ως στοιχείο ταυτίζεται με την ουσία της νεότητος. Και, όντως, το νερό είναι μεταγενέστερο (δηλαδή νεότερο) του αντιθέτου του στοιχείου, του πυρός. Η παρατήρηση μπορεί να οδηγεί και στο ότι ο ανήρ (αντίθετο του νηρού, νεαρού) ισούται με το πυρ (αντίθετο του νερού) κατά την εξίσωση: Αν Α = Β και Β = Γ, τότε Α = Γ. Συνεπώς ο ανήρ = πυρ, δηλαδή πυρφόρος, αρχέγονος, θεός. Ανήρ, άνθρωπος, κατ’ επέκταση, σημαίνει «αρχαίος στην όψη» ή «αρχαίος όταν τον βλέπεις» ή «αιώνιος, με το πρόσωπό του σαν τη φωτιά, που μπορείς να τον δεις», δηλαδή αθάνατος, φωτεινός, θεός ή «ομοίωση του θεού». Μπορεί και να σημαίνει «το ον που μπορεί να δει τον Θεό σε αντίθεση με τα άλλα όντα». Δεν είναι homo (χώμα) και τίποτε άλλο. Είναι πολλά άλλα. Εκτός και αν (για να κάνουμε λίγο Αγγλικό χιούμορ) οι Αγγλόφωνοι κάνουν αυτοκριτική ή κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια…

Συνοπτικά πάλι, η λέξη «άνθρωπος», όπως και η λέξη «Έλλην» σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό». Αυτός δηλαδή του οποίου η υψηλή κραδασμική συχνότητα είναι ίδια μ’ εκείνη του Φωτός, άρα του επιτρέπει να «βλέπει» την αντίστοιχη συχνότητα, στην οποία γίνονται ορατοί οι θεοί. Έλλην ή Άνθρωπος είναι η εξελιγμένη πνευματικά οντότητα και καθόλου βέβαια ο πολίτης ενός κράτους, το οποίο εντελώς αυθαίρετα και καταχρηστικά ονομάζεται «Ελλάς».

Η ανακάλυψη ότι οι δύο λέξεις «Έλλην» και «Άνθρωπος» (μοναδικά στην Ελληνική Γλώσσα) έχουν ετυμολογικά την ίδια ακριβώς αρχετυπική σημασία, οδηγεί σε νέα περιοχή αναζήτησης, κεντρικό αξίωμα της οποίας είναι ότι ο Έλλην – Άνθρωπος είναι διάφορος του βαρβάρου.

Αλλά σε τι συνίσταται άραγε αυτή η διαφορά;

Συνίσταται μάλλον στο ότι όλα τα δίποδα όντα ομοιάζουν κατά το σώμα, κατά τη μορφή και κατά το σχήμα, εντούτοις, όλα αυτά τα σώματα δεν είναι πυρφόρα, δεν κατοικεί εντός τους το Φως, το σώμα τους δεν είναι «Ελ λας», άρα δεν είναι όλοι «άνθρ ωποι». 

Το ανθρώπινο σώμα είναι σκάφανδρο κατάβασης του θεού στο επίπεδο της ύλης, υπάρχουν όμως τέλεια σκάφανδρα που (εντός της ύλης) έγιναν «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» των άλλων, δεν έχουν όμως μέσα τους το πνεύμα, το θεϊκό εκείνο στοιχείο που τα συνδέει με το Σύμπαν. Γι’ αυτό και δεν κατανοούν την Ουσία. Διαχειρίζονται τα δεδομένα, μερικές φορές άριστα, όμως δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη φυσική μεταβολή των δεδομένων. Έτσι, βλέπεις ευφυείς να γίνονται καταγέλαστοι, όταν οι συνθήκες γύρω τους αλλάζουν ξαφνικά…

Το πρώτο συνθετικό της λέξης «άνθρωπος» είναι ίδιο με το πρώτο συνθετικό της λέξης «Ανδρομέδα». Δε μπορεί να είναι τυχαίο κάτι τέτοιο. Ας το διερευνήσουμε:

Η λέξη «Ανδρομέδα» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από το ουσιαστικό «ανήρ» (γεν. ανδρός, δηλαδή το πρώτο συνθετικό της λέξης «άνδρ – ωπος» ή «άνθρ – ωπος») και το αρχαίο ρήμα «μέδω», το οποίο σημαίνει: άρχω, κυβερνώ, βασιλεύω, προστατεύω. Μέδων (συναντάται στον Όμηρο), Μεδεών (Δήμος Μεδεώνος, στην Ακαρνανία), Μέδουσα. Πρόσφατα η Επιστήμη ανακάλυψε την «αθάνατη μέδουσα». Η οποία αντί να πεθάνει, ανανεώνει τα κύτταρά της και αρχίζει τη ζωή της από την αρχή…

Λοιπόν, «Ανδρο – μέδα» σημαίνει «ο (ουράνιος) τόπος, όπου βασιλεύει ο άνθρωπος». Αυτός ο αρχαίος, ο φωτεινός, ο πύρινος, ο αθάνατος, ο άνθρωπος, είναι Έλ – λην. Πύρινος; Ναι. Όπως και η λέξη «Σείριος», η οποία (κατά το Liddell & Scott) σημαίνει: “Ο κατακαίων, θέριος (καλοκαιρινός) θερμός, όνομα του κυνάστρου, Λατ. Sirius (ίδε κύων V) επειδή ο αστήρ ούτος χαρακτηρίζει την εποχήν της μεγίστης θερμότητος, δηλ. από 12 Αυγούστου μέχρι 12 Σεπτεμβρίου κατά το Ιουλ. Ημερολ.”. Κατακαίων δε, καυτός, μπορεί να είναι ο Σείριος όχι εν τοις πράγμασι, αλλά με την πνευματική έννοια. Εξ ου και ο όρκος του Σωκράτη «μα τον Κύνα».

Ελλάνιος, Έλλην, Άνθρωπος, Ανδρομέδα, Σείριος, είναι πέντε λέξεις που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, έχουν ετυμολογικά την ίδια ρίζα, την ίδια καταγωγή, έχουν μάλλον κοινό παρανομαστή. Η αποκωδικοποίηση αυτών των λέξεων οδηγεί σε μια εντυπωσιακή αποκάλυψη, την οποία θα τολμήσουμε να παραθέσουμε εδώ, αλλά με την συμβατική της ορολογία: Έλλην είναι ο Ελλάνιος, ο Άνθρωπος, ο οποίος ήρθε στη γη από τον γαλαξία της Ανδρομέδας! Αυτό – πέραν των θεωριών – μαρτυρούν οι λέξεις «Άνθρωπος», «Ανδρομέδα», «Έλλην», αλλά και «Σείριος»!

Εις επίρρωσιν, παραθέτουμε εδώ ένα διασωθέν απόσπασμα από το έργο του Ερμή του Τρισμέγιστου «περί φύσεως», όπου αναφέρεται το εξής εκπληκτικό: «Δι’ ο τολμητέον ειπείν, τον μεν άνθρωπον είναι θνητόν θεόν, τον δε θεόν αθάνατον άνθρωπον». Αλλά και οι Ορφικοί έλεγαν: «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος»…

Ανήρ, ανδρός. Άνδρες. Όμως, άλλο «άνδρες» και άλλο «άρρενες». Ο ανήρ περιέχει και το αρσενικό και το θηλυκό, επειδή η λέξη αυτή εκπροσωπεί κάτι πολύ ευρύτερο από τον προσδιορισμό του φύλου. Όταν ο ρήτωρ έλεγε στους δημόσιους λόγους του «άνδρες Αθηναίοι…» δεν υποβάθμιζε, ούτε υποτιμούσε τις γυναίκες, όπως νομίζουν ορισμένοι, εννοούσε «αρχαίοι, πανάρχαιοι, που σας βλέπω σαν θεούς, απόγονοι των θεών», ήταν ένας αναγνωριστικός τίτλος τιμής που τον απηύθυνε σε άνδρες και γυναίκες εξαιρέτως και ανεξαιρέτως, σε θεούς και θεές, δεν τους ξεχώριζε σε δύο φύλα, δεν θεωρούσε κατώτερες τις γυναίκες, ο τίτλος τιμής ήταν ΕΝΑΣ, ας μην παρασύρονται οι αμφισβητίες από τις πολλές φυσικά σκουριές, οι οποίες (μετά την αρχαία καταστροφή του πλανήτη) επικάθησαν στο πνεύμα και δεν λένε να φύγουν μέχρι και σήμερα.

Ο πραγματικός άρα και φυσικός διαχωρισμός σε επίπεδο ρόλων ήταν «άρρενα και θήλεα». Το «ανήρ» δεν αντιπαραβαλλόταν στη «γυνή», αλλά στο «νηρό», δηλαδή το νεαρό. Ήταν η ωριμότητα απέναντι στην ανωριμότητα. Αντανακλούσε τη τέλος των ενσαρκώσεων, δηλαδή την θέωση, απέναντι στην ανάγκη για ενσάρκωση, δηλαδή την πορεία προς την θέωση. Αυτό είναι βέβαιο. Η «γυνή» δεν είχε ούτε ήταν κάτι τι το αντίθετο, επομένως ο «ανήρ» δεν ήταν το αντίθετο, ούτε το συμπλήρωμα της «γυνής». Είναι λάθος αυτό και προφανώς καταχωρείται ως τέτοιο μεταγενέστερα, όταν επικράτησε ο δυισμός και συνέβη αναπόφευκτα η απώλεια της πρωτογένειας των λέξεων.

Λοιπόν, η λέξη “άνθρωπος” δεν προέρχεται από το «άνω θρώσκω» (είναι αυθαίρετη και αβάσιμη εντελώς αυτή η ερμηνεία), αλλά από την γενική ή την αιτιατική του “ανήρ + ωψ”. Α + νηρ σημαίνει κατά λέξη “αυτός που δεν είναι νηρός, δηλαδή νεαρός”, δηλαδή ο παλαιός, ο αρχαίος, ανήρ δεν σημαίνει το αρσενικό που είναι σε αντιπαράθεση με το θηλυκό. Η λέξη «ανήρ» (γεν. ανδρός ή ανθρός) περιέχει και το αρσενικό και το θηλυκό, γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «άνδρες Αθηναίοι», δεν το έκαναν από περιφρόνηση προς τις γυναίκες, όπως νομίζουν οι αδαείς…

Για την λέξη «Έλλην» στην Αγγλική γλώσσα ΔΕΝ υπάρχει αντίστοιχη λέξη. Ας σκεφτούμε πονηρεμένα ότι είναι τουλάχιστον περίεργο. Υπάρχει μόνο η λέξη Greek που περιέργως μεταφράζεται… Έλλην. Από πού και ως πού, θα πεις! Ούτε για την λέξη «Ελλάς» υπάρχει αντίστοιχη Αγγλική λέξη. Υπάρχει μόνο η λέξη Greece. Που, αντίστοιχα, σημαίνουν «Γραικός» και Γραικία». Αν – αντίστοιχα με την Ελλάδα – ήθελαν οι Αγγλόφωνοι να πουν «Έλλην», όπως αντίστοιχα με την Γραικία είπαν «Greek», θα έπρεπε να γράψουν hellene ή heliin ή hallien ή halien ή alien. Λοιπόν, τη λέξη alien ή eilien (όπως τη βρήκαμε στα λεξικά) την κράτησαν για ν’ αποδώσουν μ’ αυτή τη λέξη την έννοια «εξωγήινος». Μια λέξη που προφέρεται κάτι σαν «έλιεν». Alien ή eilien σημαίνει αλλοδαπός, εξωγήινος, άγνωστος, ξενικός. Αλλά ο ήχος αυτής της Αγγλικής λέξης τι σας θυμίζει; Μήπως (μασημένα) … Έλλην;

Η λέξη hal-lien της Δύσης έχει την ίδια εννοιολογική σημασία με τη λέξη «λας» (και Λάσσα του Θιβέτ) της Ασίας …

Λοιπόν, η Αγγλική λέξη Hell σημαίνει … «κόλαση»! Βάλε τώρα την κατάληξη “as” και θα έχουμε τη λέξη Hellas, η οποία από τα Αγγλικά στα Ελληνικά ερμηνεύεται πλέον κυριολεκτικά ως … «χώρα της κόλασης»! Υπάρχει δε και λέσχη μοτοσικλετιστών στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ με τίτλο Hells Angels (οι Άγγελοι της Κόλασης)…

Τα «άλιεν» λοιπόν, που κινηματογραφικά αποδόθηκαν με την εξωγήινη γλίτσα, είναι η συκοφαντημένη πρωτογενής έννοια της λέξης «Έλλην». Με τον ίδιο τρόπο το βρώμικο μυαλό κάποιων επινόησε την εξωγήινη γλίτσα «άλιεν», με τον ίδιο ακριβώς τρόπο επινόησε τον Σατανά και τον περιέγραψε ως τραγόμορφο Πάνα, με τον ίδιο τρόπο ταύτισε και το Δία των Ελλήνων με τον Αντίχριστο. Όλα τα όπλα του νικητή για την εξόντωση του Ανδρομέδιου Ανθρώπου, του Έλληνα.

Συναφές θέμα είναι η λέξη «Γραικός». Η ετυμολογία της λέξης είναι μάλλον άγνωστη. Πέραν της μυθολογικής, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, κυριότερη από τις οποίες είναι εκείνη των Λατίνων, που ονόμασαν Γραικούς τους Έλληνες αποίκους στην αρχαία Ρώμη και κατάγονταν από την πόλη Γραία της Εύβοιας.

Δεν θα ήταν όμως άνευ αξίας να επιχειρήσουμε κάποια ετυμολογική προσέγγιση. Κατά τον Αριστοτέλη (στα Μετεωρολογικά του) λέει ότι στην περιοχή της Δωδώνης κατοικούσαν οι Σελλοί, που αποκαλούνταν Γραικοί και τώρα Έλληνες. Φαίνεται ότι η λέξη «Γραικός» είναι αρχαιότερη της λέξης «Έλλην», έχει επομένως σχέση ότι η λέξη «γηραιός» είναι συνώνυμο της λέξης «ανήρ». Τη λέξη «ανήρ» την αναλύσαμε παραπάνω: ο μη νέος, ο παλαιός, ο ειδωλολάτρης, ο κακός άνθρωπος, ο αντίχριστος, ο λωποδύτης, δηλαδή ο παλαιός άνθρωπος, ο παλιάνθρωπος, ο Έλληνας, ο Γραικός. Λοιπόν, γραυς, γραία, γριά. «Γραία» είναι θηλυκό της λέξης «Γέρων». Γήρας. Και «γήρειον», δηλαδή το χνούδι κάποιων λουλουδιών που αποξηραίνεται και το παίρνει ο αέρας. Στα Λατινικά λέγεται «pappus». Εξ ου: Παππούς.

Με την προσέγγιση αυτή βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Έχουμε στόχο να βρούμε τη σημασία της λέξης «Γραικός» που σχετίζεται με την λέξη «παππούς», δηλαδή αρχαίος, παλαιός.

Οι Γραίαι (γριές) ήταν θυγατέρες του Φόρκυος και της Κητούς και φύλακες των Γοργόνων. «Γραικός» έγινε μετά την σύντμηση της λέξης «γραϊκός» που σημαίνει «αυτός που μοιάζει με γριά». «Γραίκες» είναι «οι των Ελλήνων μητέρες». «Γρέκι» στη λαϊκή γλώσσα των ξωμάχων ακόμα σήμερα είναι το παλιό (συλλογικό, μάλλον) καταφύγιο, όπου μπορείς να κοιμηθείς με ασφάλεια.

Υποψιαζόμαστε ότι ο Γραικός είναι αρχαιότερος του Έλληνος, επειδή ο Γραικός δεν βλέπει τον θεό, όπως ο Έλλην. Αυτό μας ειδοποιεί ότι ο θεός σε κάποια ιστορική φάση εμφανίστηκε στον Γραικό και τότε ο Γραικός έγινε Έλλην. Πρόκειται μάλλον για αλλαγή ιδιότητας του ιδίου γένους.

Εις επίρρωσιν του ισχυρισμού αυτού έρχεται η αφήγηση του Απολλόδωρου που λέει ότι, όσοι άνθρωποι γεννήθηκαν από τις πέτρες του Δευκαλίωνα και της Πύρρας αρχικώς ονομάζονταν Γραικοί, εν συνεχεία όμως Έλληνες. Ο γνωστός μύθος ότι πρωτότοκος γιος του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλλην, φαίνεται να μη μπορεί να εξηγήσει την άλλη εκδοχή του ιδίου μύθου ότι ο Έλλην ήταν γιος του Δία. 

Ο μύθος λοιπόν ότι ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων, προσπαθεί να εξηγήσει το ανεξήγητο, χωρίς να το καταφέρνει. Αγνοεί ή απλώς δεν κατανοεί, ότι οι Έλληνες ήταν συνοδοί και όχι υιοί του Διός. Άρα οι Έλληνες δεν έλκουν την καταγωγή τους από τον Δία. Είναι απλά οι συνοδοί του και όμοιοι με αυτόν, υπό την ηγεσία του όμως εκπολίτισαν τους Γραικούς, δηλαδή τους γραϊκούς (ίσον, τους παλαιούς) τους δίδαξαν και τους φώτισαν, τους έδειξαν το δρόμο για ν’ ανέβουν επίπεδο ή, μάλλον, διάσταση.

Αν τώρα, οι Γραικοί (όπως διαφαίνεται από την αφήγηση του Απολλόδωρου) απόχτησαν την ιδιότητα του Έλληνα μετά τον Δευκαλίωνα, αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι μετακατακλυσμιαίο και όχι προκατακλυσμιαίο φύλο, όπως οι Γραικοί. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: «Έλληνες είναι οι φωτισμένοι Γραικοί». Ορισμός που μας υποψιάζει για κάτι ακόμα, ότι: «Έλληνες δεν είναι όλοι οι Γραικοί, αλλά όσοι από αυτούς φωτίστηκαν και ανέβηκαν στην ανώτερη διάσταση, δηλαδή οι πεφωτισμένοι».

Στην αναζήτηση αυτή μπορεί να έχει σημασία και η ετυμολογία της λέξης «Έλλοψ». Από τη λέξη αυτή βγαίνει και η λέξη «ελλά», που σημαίνει καθέδρα. Άρα: Ελλάς (ή Ελλανία) είναι «η έδρα των θεών». Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς της Δωδώνης. Έλληνες ή Ελλάνιοι ή Ελλήνιοι είναι οι κάτοικοι της έδρας των θεών ή, μάλλον, οι απόγονοί τους. Ελλοπία ήταν η χώρα της Δωδώνης. Έλλοψ ήταν υιός του Ίωνος. Έλλοπες ήταν οι «ελλείποντες της οπός, τουτέστιν άφθογγοι, άφωνοι και οι λεπιδωτοί και δασείς και τραχείς».

Λοιπόν, αυτοί οι λεπιδωτοί και δασείς και τραχείς ήταν οι πανάρχαιοι Γραικοί, αρχαιότεροι των Ελλήνων. Σε κάποια στιγμή της Ιστορίας έγιναν αποδέκτες της Γνώσης, του φωτός (Ελ ή Ηλ) ή του πυρός του Προμηθέα (Πύρρα) και μετατράπηκαν σε εκείνους που μπορούσαν να δουν τον θεό, μετατράπηκαν δηλαδή σε «Έλ – λην».

Οι σημερινοί κάτοικοι της καθέδρας των θεών, της Ελλανίας, δηλαδή της Ελλάδας, δεν είναι Έλληνες, αλλά Γραικοί, διότι δεν βλέπουν τον θεό, δε μπορούν να τον δουν, δεν επικοινωνούν μαζί του, δεν έχουν επαφή με την Ανδρομέδα. Θα γίνουν Έλληνες, όταν συμβεί ξανά εκείνο το υπέροχο που συνέβη κάποτε…

Μέχρι την ανάσταση της Ελληνικής γλώσσας, της Ελληνικής σκέψης, μπορούμε συμβατικά να κρατάμε και να χρησιμοποιούμε τον προσδιορισμό «Έλληνες» εννοώντας ότι είμαστε πολίτες αυτής της χώρας που οι Δυτικοί ονομάζουν Greece (Γραικία) και οι Ανατολικοί Γιουνανιστάν (Ιωνία) κι εμείς μόνο οι σύγχρονοι καλούμε ασεβώς «Ελλάδα», κατ’ ουσίαν υβρίζοντες. Αλλ’ αυτό θα γίνεται μόνο μέχρι εκείνη τη μεγάλη μέρα. 

Διότι, μετά απ’ αυτήν, η ανθρωπότητα θα μάθει ότι Έλληνες (ή, μάλλον, Ελλάνιοι) είναι οι θεοί που επέστρεψαν στον πλανήτη. Επέστρεψαν; Όχι! Ήταν πάντα εδώ, αλλά δεν τους έβλεπε, δεν τους θυμόταν κανείς, δεν τους ήξερε, διότι αυτοί «μάθαιναν» γράμματα στο «Κρυφό Σχολειό» που δεν διένειμε πτυχία και τίτλους. 

Τότε λοιπόν οι άνθρωποι θα δουν, θα νοιώσουν τους Έλληνες θεούς, θα θυμηθούν το βασίλειό τους στο Γαλαξία της Ανδρομέδας, την διαγαλαξιακή αυτοκρατορία τους στο διάστημα. Μέχρι τότε… Έλληνες θα είναι «οι μετέχοντες της ημετέρας παιδείας», ακόμα κι αν η παιδεία τους (η παιδεία μας) αυτή είναι το σπληνάντερο και το κοκορέτσι, Έλληνες θα είναι όσοι παίρνουν ένα πιστοποιητικό από τον μαχμουρλή ληξίαρχο ότι γεννήθηκαν στον τόπο αυτό. Μετά όμως… Ε, μετά, Έλληνες θα είναι μονάχα εκείνοι που κάποτε ήταν. Όχι εκείνοι που γεννήθηκαν στον τόπο αυτό, αλλά εκείνοι που γεννήθηκαν στ’ άστρα. Εκείνοι που θα διδάξουν πάλι στην ανθρωπότητα τους Νόμους και τις Αξίες που ξεχάστηκαν.